- ταναός
- και ταναδός, -ή, -όν, θηλ. και ταναός, Α1. επιμήκης, μακρύς («πλόκαμος... ταναός», Ευρ.)2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.)3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.)4. μακροχρόνιος («ταναοῡ γήραος», Ανθ. Παλ.)5. πλατύς («ταναὰ χείλεα», Κόϊντ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Το επίθ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- τού τείνω*, αλλά το επίθημα -αFος γεννά προβλήματα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από θ. τανα- τού θηλ. τανεῖα*, μέσω αμάρτυρου τ. *ταναῖα (με αφομοίωση τού -ει- σε -αι-, πρβλ. Πλάταια: Πλατεία) + επίθημα -Fος (πρβλ. ταλαός). Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται το ανθρωπωνύμιο tanawo].
Dictionary of Greek. 2013.